ανολολύζω

ανολολύζω
ἀνολολύζω (Α) [ολολύζω]
Ι. (μτβ.) κραυγάζω, φωνάζω δυνατά
II. (μτβ.)
1. θρηνώ, μοιρολογώ κάποιον
2. ζητώ με κραυγές τη βοήθεια κάποιου
3. εξεγείρω με βακχικές κραυγές.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀνολολύξεται — ἀνολολύζω cry aloud aor subj mid 3rd sg (epic) ἀνολολύζω cry aloud fut ind mid 3rd sg ἀνολολύζω cry aloud aor subj mid 3rd sg (epic) ἀνολολύζω cry aloud fut ind mid 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνωλόλυζον — ἀνολολύζω cry aloud imperf ind act 3rd pl ἀνολολύζω cry aloud imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνωλολύξαμεν — ἀνολολύζω cry aloud aor ind act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνωλόλυζε — ἀνολολύζω cry aloud imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνωλόλυζεν — ἀνολολύζω cry aloud imperf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνωλόλυξα — ἀνολολύζω cry aloud aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνωλόλυξαν — ἀνολολύζω cry aloud aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνωλόλυξας — ἀνολολύζω cry aloud aor ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνωλόλυξε — ἀνολολύζω cry aloud aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνωλόλυξεν — ἀνολολύζω cry aloud aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”